εργολαβία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργολαβία οι εργολαβίες
      γενική της εργολαβίας των εργολαβιών
    αιτιατική την εργολαβία τις εργολαβίες
     κλητική εργολαβία εργολαβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εργολαβία < αρχαία ελληνική ἐργολαβία

Ουσιαστικό

εργολαβία θηλυκό

  1. ανάληψη εκτέλεσης και κατασκευής κάποιου δημόσιου ή ιδιωτικού έργου με ίδια μέσα και συγκεκριμένη συμφωνημένη αμοιβή καθώς και (κατ’ επέκταση) η σχετική εργασία
  2. (παρωχημένο) γκομενοδουλειά, ερωτική σχέση
    Ἀνελογίσθη τότε τί τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὁ γερο-Καρδοπάκης, ὅταν ἔφθασε τὸ δειλινὸν εἰς τὸν μύλον. Εἰς τὰ Βουρλίδια, ἐκεῖ κάτω, ὄχι μακρὰν τοῦ χωρίου, ὁποὺ ἀπεῖχε μιᾶς καὶ πλέον ὥρας δρόμον ἀπεδῶ, ἐκεῖ ἦτο καταφύγιον καὶ τόπος συναντήσεως διὰ τοὺς γύρω στὸν μύλον τῆς Σάββαινας‚ νέους κυνηγούς, διὰ μερικοὺς νεαροὺς βοσκοὺς τῆς νέας γενεᾶς, ὁποὺ ἐφύσων αὐλὸν καὶ ἔψαλλον κινύραν, ἀκόμη καὶ διὰ ξεπεσμένα ἀρχοντόπουλα τῆς μικρᾶς πολίχνης, ὁποὺ ἠσχολοῦντο εἰς «ἐργολαβίας» καὶ ἐπιχειρήσεις ἐρωτικάς. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὰ Συμβάντα στὸν μύλο, 1914)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.