γκομενοδουλειά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκομενοδουλειά οι γκομενοδουλειές
      γενική της γκομενοδουλειάς των γκομενοδουλειών
    αιτιατική την γκομενοδουλειά τις γκομενοδουλειές
     κλητική γκομενοδουλειά γκομενοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκομενοδουλειά < γκόμεν(α) + -ο- + δουλειά

Ουσιαστικό

γκομενοδουλειά θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.