εποικοδομητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εποικοδομητικός η εποικοδομητική το εποικοδομητικό
      γενική του εποικοδομητικού της εποικοδομητικής του εποικοδομητικού
    αιτιατική τον εποικοδομητικό την εποικοδομητική το εποικοδομητικό
     κλητική εποικοδομητικέ εποικοδομητική εποικοδομητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εποικοδομητικοί οι εποικοδομητικές τα εποικοδομητικά
      γενική των εποικοδομητικών των εποικοδομητικών των εποικοδομητικών
    αιτιατική τους εποικοδομητικούς τις εποικοδομητικές τα εποικοδομητικά
     κλητική εποικοδομητικοί εποικοδομητικές εποικοδομητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εποικοδομητικός < αρχαία ελληνική ἐποικοδομέω / ἐποικοδομῶ + -τικός

Επίθετο

εποικοδομητικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.