εποικοδομητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εποικοδομητικός | η | εποικοδομητική | το | εποικοδομητικό |
| γενική | του | εποικοδομητικού | της | εποικοδομητικής | του | εποικοδομητικού |
| αιτιατική | τον | εποικοδομητικό | την | εποικοδομητική | το | εποικοδομητικό |
| κλητική | εποικοδομητικέ | εποικοδομητική | εποικοδομητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εποικοδομητικοί | οι | εποικοδομητικές | τα | εποικοδομητικά |
| γενική | των | εποικοδομητικών | των | εποικοδομητικών | των | εποικοδομητικών |
| αιτιατική | τους | εποικοδομητικούς | τις | εποικοδομητικές | τα | εποικοδομητικά |
| κλητική | εποικοδομητικοί | εποικοδομητικές | εποικοδομητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εποικοδομητικός < αρχαία ελληνική ἐποικοδομέω / ἐποικοδομῶ + -τικός
Επίθετο
εποικοδομητικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει θετικά στην πρόοδο μιας εργασίας, διαδικασίας κ.λπ.
- ※ Όπως ανακοίνωσαν, η κίνηση αυτή γίνεται ως δείγμα καλής θέλησης, προκειμένου να γίνει εποικοδομητικός διάλογος, αλλά και με δεδομένη την πρόθεση του υπουργείου Υγείας να προχωρήσει σε συνάντηση με τους προμηθευτές. (εφ. Ελευθεροτυπία, 21/10/2010)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- εποικοδομητικά
- → δείτε τη λέξη εποικοδομώ
Μεταφράσεις
εποικοδομητικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.