επιχειρηματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιχειρηματικός η επιχειρηματική το επιχειρηματικό
      γενική του επιχειρηματικού της επιχειρηματικής του επιχειρηματικού
    αιτιατική τον επιχειρηματικό την επιχειρηματική το επιχειρηματικό
     κλητική επιχειρηματικέ επιχειρηματική επιχειρηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιχειρηματικοί οι επιχειρηματικές τα επιχειρηματικά
      γενική των επιχειρηματικών των επιχειρηματικών των επιχειρηματικών
    αιτιατική τους επιχειρηματικούς τις επιχειρηματικές τα επιχειρηματικά
     κλητική επιχειρηματικοί επιχειρηματικές επιχειρηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιχειρηματικός < επιχειρηματίας + -ικός

Επίθετο

επιχειρηματικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τον επιχειρηματία ή χαρακτηριστικός αυτού
    ο επιχειρηματικός κόσμος (οι επιχειρηματίες ως σύνολο)
    επιχειρηματική δραστηριότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.