επιχειρηματολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιχειρηματολογία | οι | επιχειρηματολογίες |
| γενική | της | επιχειρηματολογίας | των | επιχειρηματολογιών |
| αιτιατική | την | επιχειρηματολογία | τις | επιχειρηματολογίες |
| κλητική | επιχειρηματολογία | επιχειρηματολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιχειρηματολογία <ήδη από το 1888[1] επιχείρημα + -ο- + -λογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.çi.ɾi.ma.to.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
επιχειρηματολογία θηλυκό
- το σύνολο των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούνται σε κάποια περίπτωση
- ※ Για να θεμελιώσουν τη νομική επιχειρηματολογία τους, οι σύμβουλοι Επικρατείας τονίζουν ότι τα φαρμακεία δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά ιδιότυπα καταστήματα στα οποία συνδυάζεται η υπεύθυνη επιστημονική δραστηριότητα και η κοινωνική αποστολή με την εμπορική εκμετάλλευση. (εφ. Ελευθεροτυπία, 31/1/2014)
Συγγενικά
- επιχειρηματολογώ
- → δείτε τις λέξεις επιχείρημα και λέγω
Μεταφράσεις
επιχειρηματολογία
|
Αναφορές
- σελ. 404, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.