επιχειρηματολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιχειρηματολογία οι επιχειρηματολογίες
      γενική της επιχειρηματολογίας των επιχειρηματολογιών
    αιτιατική την επιχειρηματολογία τις επιχειρηματολογίες
     κλητική επιχειρηματολογία επιχειρηματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιχειρηματολογία <ήδη από το 1888[1] επιχείρημα + -ο- + -λογία

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.çi.ɾi.ma.to.loˈʝi.a/

Ουσιαστικό

επιχειρηματολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 404, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.