μεγαλοεπιχειρηματίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μεγαλοεπιχειρηματίας οι μεγαλοεπιχειρηματίες
      γενική του/της μεγαλοεπιχειρηματία των μεγαλοεπιχειρηματιών
    αιτιατική τον/τη μεγαλοεπιχειρηματία τους/τις μεγαλοεπιχειρηματίες
     κλητική μεγαλοεπιχειρηματία μεγαλοεπιχειρηματίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαλοεπιχειρηματίας < μεγάλος + επιχειρηματίας

Ουσιαστικό

μεγαλοεπιχειρηματίας αρσενικό ή θηλυκό

  • άτομο με επιχειρηματικές δραστηριότητες μεγάλης κλίμακας, που συνήθως δραστηριοποιείται παράλληλα σε διάφορους κλάδους

Συγγενικά

  • μεγαλοεπιχειρηματικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.