επιχειρηματολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιχειρηματολογώ < επιχείρημα + -ο- + -λογώ
Συγγενικά
- επιχειρηματολογία
- → δείτε τις λέξεις επιχείρημα και λέγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιχειρηματολογώ | επιχειρηματολογούσα | θα επιχειρηματολογώ | να επιχειρηματολογώ | επιχειρηματολογώντας | |
| β' ενικ. | επιχειρηματολογείς | επιχειρηματολογούσες | θα επιχειρηματολογείς | να επιχειρηματολογείς | (επιχειρηματολόγει) | |
| γ' ενικ. | επιχειρηματολογεί | επιχειρηματολογούσε | θα επιχειρηματολογεί | να επιχειρηματολογεί | ||
| α' πληθ. | επιχειρηματολογούμε | επιχειρηματολογούσαμε | θα επιχειρηματολογούμε | να επιχειρηματολογούμε | ||
| β' πληθ. | επιχειρηματολογείτε | επιχειρηματολογούσατε | θα επιχειρηματολογείτε | να επιχειρηματολογείτε | επιχειρηματολογείτε | |
| γ' πληθ. | επιχειρηματολογούν(ε) | επιχειρηματολογούσαν(ε) | θα επιχειρηματολογούν(ε) | να επιχειρηματολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιχειρηματολόγησα | θα επιχειρηματολογήσω | να επιχειρηματολογήσω | επιχειρηματολογήσει | ||
| β' ενικ. | επιχειρηματολόγησες | θα επιχειρηματολογήσεις | να επιχειρηματολογήσεις | επιχειρηματολόγησε | ||
| γ' ενικ. | επιχειρηματολόγησε | θα επιχειρηματολογήσει | να επιχειρηματολογήσει | |||
| α' πληθ. | επιχειρηματολογήσαμε | θα επιχειρηματολογήσουμε | να επιχειρηματολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | επιχειρηματολογήσατε | θα επιχειρηματολογήσετε | να επιχειρηματολογήσετε | επιχειρηματολογήστε | ||
| γ' πληθ. | επιχειρηματολόγησαν επιχειρηματολογήσαν(ε) |
θα επιχειρηματολογήσουν(ε) | να επιχειρηματολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιχειρηματολογήσει | είχα επιχειρηματολογήσει | θα έχω επιχειρηματολογήσει | να έχω επιχειρηματολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιχειρηματολογήσει | είχες επιχειρηματολογήσει | θα έχεις επιχειρηματολογήσει | να έχεις επιχειρηματολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιχειρηματολογήσει | είχε επιχειρηματολογήσει | θα έχει επιχειρηματολογήσει | να έχει επιχειρηματολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιχειρηματολογήσει | είχαμε επιχειρηματολογήσει | θα έχουμε επιχειρηματολογήσει | να έχουμε επιχειρηματολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιχειρηματολογήσει | είχατε επιχειρηματολογήσει | θα έχετε επιχειρηματολογήσει | να έχετε επιχειρηματολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιχειρηματολογήσει | είχαν επιχειρηματολογήσει | θα έχουν επιχειρηματολογήσει | να έχουν επιχειρηματολογήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.