επιτρεπτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιτρεπτός η επιτρεπτή το επιτρεπτό
      γενική του επιτρεπτού της επιτρεπτής του επιτρεπτού
    αιτιατική τον επιτρεπτό την επιτρεπτή το επιτρεπτό
     κλητική επιτρεπτέ επιτρεπτή επιτρεπτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιτρεπτοί οι επιτρεπτές τα επιτρεπτά
      γενική των επιτρεπτών των επιτρεπτών των επιτρεπτών
    αιτιατική τους επιτρεπτούς τις επιτρεπτές τα επιτρεπτά
     κλητική επιτρεπτοί επιτρεπτές επιτρεπτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιτρεπτός < επιτρέπω + -τός

Επίθετο

επιτρεπτός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.