επιτρεπτότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιτρεπτότητα | οι | επιτρεπτότητες |
| γενική | της | επιτρεπτότητας | των | επιτρεπτοτήτων |
| αιτιατική | την | επιτρεπτότητα | τις | επιτρεπτότητες |
| κλητική | επιτρεπτότητα | επιτρεπτότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιτρεπτότητα < επιτρεπτός + -ότητα (2.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική permittivity)
Ουσιαστικό
επιτρεπτότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του επιτρεπτού
- (φυσική) η ιδιότητα ενός διηλεκτρικού μέσου που καθορίζει τις δυνάμεις που τα ηλεκτρικά φορτία ασκούν το ένα στο άλλο, μέσα στο μέσο
Μεταφράσεις
επιτρεπτότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.