μπορεί

Ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μπορεί

  1. γ' ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος μπορώ
  2. (απροσώπως + υποτακτική) υπάρχει η πιθανότητα ή η δυνατότητα να γίνει κάτι
    μπορεί να βρέξει αύριο
    Δεν μπορεί να έγινε τέτοιο πράγμα!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.