επιστημονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιστημονισμός οι επιστημονισμοί
      γενική του επιστημονισμού των επιστημονισμών
    αιτιατική τον επιστημονισμό τους επιστημονισμούς
     κλητική επιστημονισμέ επιστημονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιστημονισμός < επιστήμον(ας) + -ισμός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική scientifisme [1] ή από την αγγλική scientifism [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.sti.mo.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιστημονισμός

Ουσιαστικό

επιστημονισμός αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη επιστήμη

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. επιστημονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.