επιστημονικοφανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιστημονικοφανής | η | επιστημονικοφανής | το | επιστημονικοφανές |
| γενική | του | επιστημονικοφανούς* | της | επιστημονικοφανούς | του | επιστημονικοφανούς |
| αιτιατική | τον | επιστημονικοφανή | την | επιστημονικοφανή | το | επιστημονικοφανές |
| κλητική | επιστημονικοφανή(ς) | επιστημονικοφανής | επιστημονικοφανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιστημονικοφανείς | οι | επιστημονικοφανείς | τα | επιστημονικοφανή |
| γενική | των | επιστημονικοφανών | των | επιστημονικοφανών | των | επιστημονικοφανών |
| αιτιατική | τους | επιστημονικοφανείς | τις | επιστημονικοφανείς | τα | επιστημονικοφανή |
| κλητική | επιστημονικοφανείς | επιστημονικοφανείς | επιστημονικοφανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιστημονικοφανής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επιστημονικοφανής -ής -ές
- αυτός που φαίνεται να έχει επιστημονική βάση, αλλά δεν έχει.
Μεταφράσεις
επιστημονικοφανής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.