επιστημονικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιστημονικότητα οι επιστημονικότητες
      γενική της επιστημονικότητας των επιστημονικοτήτων
    αιτιατική την επιστημονικότητα τις επιστημονικότητες
     κλητική επιστημονικότητα επιστημονικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιστημονικότητα < επιστημονικ(ός) + -ότητα

Ουσιαστικό

επιστημονικότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάτι επιστημονικό
  2. (σπάνιο) επιστημοσύνη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.