επιστημολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιστημολογία | οι | επιστημολογίες |
| γενική | της | επιστημολογίας | των | επιστημολογιών |
| αιτιατική | την | επιστημολογία | τις | επιστημολογίες |
| κλητική | επιστημολογία | επιστημολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιστημολογία < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Wissenschaftslehre,[1] ή αγγλική epistemology[2] που όμως αποδίδεται ως γνωσιολογία < αρχαία ελληνική ἐπιστήμ(η) + -ο- + -λογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.sti.mo.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
επιστημολογία θηλυκό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την επιστήμη και τη γνώση, τις μεθόδους τους, τις αρχές τους κ.λπ.
Συγγενικά
- επιστημολογικός
- επιστημολόγος
- → δείτε τις λέξεις επιστήμη και λέγω
- γνωσιολογία
- γνωσιοθεωρία
Μεταφράσεις
επιστημολογία
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- επιστημολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.