επιπλέων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιπλέων η επιπλέουσα το επιπλέον
      γενική του επιπλέοντος
& επιπλέοντα1
της επιπλέουσας
& επιπλεούσης*
του επιπλέοντος
    αιτιατική τον επιπλέοντα την επιπλέουσα το επιπλέον
     κλητική επιπλέων επιπλέουσα επιπλέον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιπλέοντες οι επιπλέουσες τα επιπλέοντα
      γενική των επιπλεόντων των επιπλεουσών των επιπλεόντων
    αιτιατική τους επιπλέοντες τις επιπλέουσες τα επιπλέοντα
     κλητική επιπλέοντες επιπλέουσες επιπλέοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιπλέων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιπλέων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπιπλέω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈple.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιπλέων
ομόηχο: επιπλέον

Μετοχή

επιπλέων, -ουσα, -ον

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επιπλέω, επί και πλέω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.