κόλληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κόλληση | οι | κολλήσεις |
| γενική | της | κόλλησης* | των | κολλήσεων |
| αιτιατική | την | κόλληση | τις | κολλήσεις |
| κλητική | κόλληση | κολλήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κολλήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόλληση < αρχαία ελληνική κόλλησις < κολλάω / κολλῶ < κόλλα
Μεταφράσεις
κόλληση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.