επικολλήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επικολλήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικολλώ
  2. θα επικολλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικολλώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επικολλήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επικόλληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.