επιδρομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιδρομή | οι | επιδρομές |
| γενική | της | επιδρομής | των | επιδρομών |
| αιτιατική | την | επιδρομή | τις | επιδρομές |
| κλητική | επιδρομή | επιδρομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιδρομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιδρομή[1]
Ουσιαστικό
επιδρομή θηλυκό
- η ομαδική εισβολή περιορισμένης διάρκειας σε (κατοικημένη) περιοχή με σκοπό είτε την αρπαγή των περιουσιών ή των αγαθών των κατοίκων, είτε τον αιχμαλωτισμό, την απαγωγή ή τον εκφοβισμό τους, είτε την εξόντωσή τους
- η χώρα είχε ερημώσει από τις διαρκείς επιδρομές εχθρικών φύλων
- κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην περιοχή έκαναν συχνές επιδρομές στα γειτονικά χωριά
- η ομαδική πολεμική επίθεση περιορισμένης διάρκειας
- η ομαδική εισβολή περιορισμένης διάρκειας σε χώρο με σκοπό την αρπαγή αγαθών ή εξοπλισμού
- τα εμπορεύματα του καταστήματος κλάπηκαν κατά τη διάρκεια επιδρομής μελών τοπικών συμμοριών
- η ομαδική εισβολή εντόμων σε μία περιοχή
Μεταφράσεις
Αναφορές
- επιδρομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.