εισβολή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εισβολή | οι | εισβολές |
| γενική | της | εισβολής | των | εισβολών |
| αιτιατική | την | εισβολή | τις | εισβολές |
| κλητική | εισβολή | εισβολές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εισβολή < αρχαία ελληνική εἰσβολή < εἰσβάλλω < εἰς + βάλλω
Ουσιαστικό
εισβολή θηλυκό
- η ενέργεια του εισβάλλω
- η επίθεση ενός όγκου εχθρικών δυνάμεων που περνούν τα σύνορα και μπαίνουν σε μια χώρα με σκοπό τη λεηλασία ή τη μόνιμη κατάκτηση
- Η εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο το 1974
- η αιφνίδια και ορμητική είσοδος σε ένα χώρο
- Εισβολή αποστράτων στο Άμυνας - Διαμαρτυρία για τις συντάξεις * Χρειάστηκε η παρέμβαση του αρχηγού ΓΕΣ για να απομακρυνθούν. (από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011)
- (πληροφορική) η μη εξουσιοδοτημένη είσοδος σε ένα δίκτυο υπολογιστών
- εισβολή στους διακομιστές της εταιρείας Χ χτες από ομάδα χάκερ
- (μεταφορικά)
- η εισβολή ξένων λέξεων στο νεοελληνικό λεξιλόγιο
- η επίθεση ενός όγκου εχθρικών δυνάμεων που περνούν τα σύνορα και μπαίνουν σε μια χώρα με σκοπό τη λεηλασία ή τη μόνιμη κατάκτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.