επιβλητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιβλητικός η επιβλητική το επιβλητικό
      γενική του επιβλητικού της επιβλητικής του επιβλητικού
    αιτιατική τον επιβλητικό την επιβλητική το επιβλητικό
     κλητική επιβλητικέ επιβλητική επιβλητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιβλητικοί οι επιβλητικές τα επιβλητικά
      γενική των επιβλητικών των επιβλητικών των επιβλητικών
    αιτιατική τους επιβλητικούς τις επιβλητικές τα επιβλητικά
     κλητική επιβλητικοί επιβλητικές επιβλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιβλητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβλητικός (που καταλαβαίνει αμέσως) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική imposant)[1]. Μορφολογικά, επι- + βλητικός. Δείτε βάλλω.

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.vli.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιβλητικός

Επίθετο

επιβλητικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.