επιβλητικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιβλητικότητα οι επιβλητικότητες
      γενική της επιβλητικότητας των επιβλητικοτήτων
    αιτιατική την επιβλητικότητα τις επιβλητικότητες
     κλητική επιβλητικότητα επιβλητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιβλητικότητα < καθαρεύουσα ἐπιβλητικ(ότης) + -ότητα < επιβλητικ(ός)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.vli.tiˈko.ti.ta/

Ουσιαστικό

επιβλητικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.