βλητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλητικός η βλητική το βλητικό
      γενική του βλητικού της βλητικής του βλητικού
    αιτιατική τον βλητικό τη βλητική το βλητικό
     κλητική βλητικέ βλητική βλητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλητικοί οι βλητικές τα βλητικά
      γενική των βλητικών των βλητικών των βλητικών
    αιτιατική τους βλητικούς τις βλητικές τα βλητικά
     κλητική βλητικοί βλητικές βλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βλητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βλητικόν (ζώο που χτυπάει) του βλητικός), + -ικός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /vli.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλητικός

Επίθετο

βλητικός

  1. ο σχετικός με βολή
  2. ο κατάλληλος σε βολή

Συγγενικά

  • βλητικότητα
  • βλητός & συγγενικά

Σύνθετα:

 δείτε τη λέξη βλήμα (για θέμα βλη-) και βάλλω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.