εν συνεχεία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν συνεχεία < (καθαρεύουσα ) ἐν συνεχείᾳ (δοτική ενικού του συνέχεια)  δείτε τις λέξεις εν και συνέχεια  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

εν συνεχεία

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.