restart
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
restart (en)
- επανεκκίνηση
- (πληροφορική) επανεκκίνηση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ο όρος restart χρησιμοποιείται κυρίως στα λειτουργικά συστήματα Microsoft Windows και Linux.
-
restart στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.