προεπαναστατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεπαναστατικός η προεπαναστατική το προεπαναστατικό
      γενική του προεπαναστατικού της προεπαναστατικής του προεπαναστατικού
    αιτιατική τον προεπαναστατικό την προεπαναστατική το προεπαναστατικό
     κλητική προεπαναστατικέ προεπαναστατική προεπαναστατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεπαναστατικοί οι προεπαναστατικές τα προεπαναστατικά
      γενική των προεπαναστατικών των προεπαναστατικών των προεπαναστατικών
    αιτιατική τους προεπαναστατικούς τις προεπαναστατικές τα προεπαναστατικά
     κλητική προεπαναστατικοί προεπαναστατικές προεπαναστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προεπαναστατικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

προεπαναστατικός

  • που έχει λάβει χώρα πριν την αναφερώμενη επανάσταση (με το εκάστοτε κείμενο στο οποίο εντάσσεται η λέξη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.