επαναστατικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επαναστατικά < επαναστατικ(ός) + -ά
Μεταφράσεις
επαναστατικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επαναστατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επαναστατικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.