επαναπληροφόρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαναπληροφόρηση οι επαναπληροφορήσεις
      γενική της επαναπληροφόρησης των επαναπληροφορήσεων
    αιτιατική την επαναπληροφόρηση τις επαναπληροφορήσεις
     κλητική επαναπληροφόρηση επαναπληροφορήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαναπληροφόρηση < επανα- + πληροφόρηση, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική feedback

Ουσιαστικό

επαναπληροφόρηση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.