επαναπληροφόρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επαναπληροφόρηση | οι | επαναπληροφορήσεις |
| γενική | της | επαναπληροφόρησης | των | επαναπληροφορήσεων |
| αιτιατική | την | επαναπληροφόρηση | τις | επαναπληροφορήσεις |
| κλητική | επαναπληροφόρηση | επαναπληροφορήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επαναπληροφόρηση < επανα- + πληροφόρηση, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική feedback
Ουσιαστικό
επαναπληροφόρηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η εκ νέου πληροφόρηση, η κριτική, οι γνώμες, οι απόψεις και τα σχόλια που λαμβάνει κάποιος μετά από μία δημοσίευση, ενέργεια ή πράξη του
- ※ Βέβαια, είναι δύσκολο η επιχείρηση να γνωρίζει αν οι πελάτες της είναι ικανοποιημένοι, ειδικά όταν δεν υπάρχει το στοιχείο της επαναπληροφόρησης. (*)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις επί, ανά και πληροφόρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.