ανατροφοδότηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανατροφοδότηση | οι | ανατροφοδοτήσεις |
| γενική | της | ανατροφοδότησης* | των | ανατροφοδοτήσεων |
| αιτιατική | την | ανατροφοδότηση | τις | ανατροφοδοτήσεις |
| κλητική | ανατροφοδότηση | ανατροφοδοτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανατροφοδοτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανατροφοδότηση < (καθαρεύουσα) ἀνατροφοδότη(σις) + -ση. Αναλύεται σε ανα- + τροφοδότηση
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.tɾo.foˈðo.ti.si/
Συνώνυμα
- ανατροφοδοσία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.