επαγωγικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επαγωγικά < επαγωγικ(ός) + -ά
Μεταφράσεις
επαγωγικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επαγωγικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επαγωγικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.