επίφθεγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίφθεγμα τα επιφθέγματα
      γενική του επιφθέγματος των επιφθεγμάτων
    αιτιατική το επίφθεγμα τα επιφθέγματα
     κλητική επίφθεγμα επιφθέγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίφθεγμα < ελληνιστική κοινή ἐπίφθεγμα < αρχαία ελληνική ἐπιφθέγγομαι

Ουσιαστικό

επίφθεγμα ουδέτερο

  1. (λόγιο) η επωδός, το τσάκισμα
      Όταν «Η Ρήνα» τραγουδιέται, επαναλαμβάνεται τρεις φορές το μισό του πρώτου ημιστιχίου κάθε στίχου, δηλαδή οι τέσσερις μετρικοί πόδες, και, όταν το ημιστίχιο ολοκληρώνεται, ακούγεται το επίφθεγμα «γιε μ’» στην αρχή του δευτέρου ημιστιχίου, που τελειώνει με το τσά­κισμα «πέρδικά μ’ ηλιογραμμένη». (Δημήτριος Πλιάτσικας, Τα πασχαλιάτικα τραγούδια της Καλαμπάκας. Μια αναλυτική προσέγγιση, εκδ. Γένεσις, Καλαμπάκα 2016, σελ. 128–129)
  2. (ειδικότερα, λόγιο) επιφωνηματική έκφραση καλέσματος ή οδήγησης των ζώων από άνθρωπο (όπως ντε, ψι ψι, πουλ)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.