φθέγμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φθέγμᾰ τὰ φθέγμᾰτ
      γενική τοῦ φθέγμᾰτος τῶν φθεγμᾰ́των
      δοτική τῷ φθέγμᾰτ τοῖς φθέγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ φθέγμᾰ τὰ φθέγμᾰτ
     κλητική ! φθέγμᾰ φθέγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φθέγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  φθεγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φθέγμα < (φθέγγομαι) θέμα φθεγ- + -μα

Ουσιαστικό

φθέγμα, -ατος ουδέτερο

  1. ο ήχος της φωνής, η φωνή
  2. η γλώσσα, η ομιλία
  3. ο λόγος
  4. φωνές ζώων, πουλιών

Συγγενικά

με φθεγμ-

  • ἀνάφθεγμα
  • ἀντίφθεγμα
  • ἀπόφθεγμα
  • ἀποφθεγματίας
  • ἀποφθεγματικός
  • ἐπίφθεγμα
  • ἐπιφθεγματικός
  • φθεγματικός
  • μεσόφθεγμα
  • παράφθεγμα
  • πρόσφθεγμα

 και δείτε τη λέξη φθόγγος για θέμα φθογγ- & φθέγγομαι

στα νέα ελληνικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.