φθέγμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | φθέγμᾰ | τὰ | φθέγμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | φθέγμᾰτος | τῶν | φθεγμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | φθέγμᾰτῐ | τοῖς | φθέγμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | φθέγμᾰ | τὰ | φθέγμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | φθέγμᾰ | φθέγμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φθέγμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φθεγμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φθέγμα, -ατος ουδέτερο
Συγγενικά
με φθεγμ-
- ἀνάφθεγμα
- ἀντίφθεγμα
- ἀπόφθεγμα
- ἀποφθεγματίας
- ἀποφθεγματικός
- ἐπίφθεγμα
- ἐπιφθεγματικός
- φθεγματικός
- μεσόφθεγμα
- παράφθεγμα
- πρόσφθεγμα
Πηγές
- φθέγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φθέγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.