ντε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

ντε < (άμεσο δάνειο) τουρκική de (επίσης) [1]

Μόριο

ντε

  1. (προφορικό) πήγαινε! ξεκίνα! (επιφωνηματικά, για έμφαση)
    -Πήγαινε ντε, τι περιμένεις; (προτροπή, ανυπομονησία)
    -Καλά ντε, μη φωνάζεις. (ενόχληση)
    -Γιατί αγόρασες μελιτζάνες; -Για να φτιάξω μουσακά, ντε! (επεξήγηση)
  2. (προφορικό) πήγαινε! ξεκίνα! (παρακίνηση σε ζώα)
    ντε, γαϊδαράκο μου, ντε!

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ντε: μεταγραφή μη ελληνικών λέξεων στο ελληνικό αλφάβητο

Μόριο

ντε

  1. μεταγραφή της λατινικής πρόθεσης (από) με ελληνικά γράμματα
    σε στερεότυπες εκφράσεις: π.χ. ντε φάκτο (de facto), ντε γιούρε (de jure)
  2. μεταγραφή της γαλλικής πρόθεσης de με ελληνικά γράμματα
    ως πρόθεση, σε στερεότυπους όρους: π.χ. φον ντε τεν (fond de teint)
  3. μεταγραφή της ονομασίας του γράμματος d στα γαλλικά
    α μπε σε ντε (a b c d)
    ως μόριο, σε ονόματα, δείχνει την καταγωγή (οικογένεια, ή τόπο): π.χ. Σαρλ ντε Γκωλ (Charles de Gaulle)
  4. μεταγραφή του γαλλικού αριθμητικού deux (δύο) με ελληνικά γράμματα
    σε στερεότυπους όρους: π.χ. ντε πιες (deux-pièces)

Σημειώσεις

Συνήθως γράφονται με το λατινικό αλφάβητο, ιδίως οι λατινικές εκφράσεις.

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.