επίορκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίορκος η επίορκη το επίορκο
      γενική του επίορκου της επίορκης του επίορκου
    αιτιατική τον επίορκο την επίορκη το επίορκο
     κλητική επίορκε επίορκη επίορκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίορκοι οι επίορκες τα επίορκα
      γενική των επίορκων των επίορκων των επίορκων
    αιτιατική τους επίορκους τις επίορκες τα επίορκα
     κλητική επίορκοι επίορκες επίορκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επίορκος < αρχαία ελληνική ἐπίορκος

Επίθετο

επίορκος, -η, -ο

  1. το πρόσωπο που καταπάτησε τον όρκο του
  2. (για δημόσιους υπάλληλους) αυτός που έχει καταδικασθεί σε ποινή στερητική της ελευθερίας από ποινικό δικαστήριο

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.