ἐπίορκος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἐπίορκος <
ἐπί
+
ὅρκος
Επίθετο
ἐπίορκος
αρσενικό ή θηλυκό
που
καταπατεί
τον
όρκο
του/της
Συγγενικά
ἐπιορκέω
-
ἐπιορκῶ
ἐπιορκία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.