επιορκία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιορκία οι επιορκίες
      γενική της επιορκίας των επιορκιών
    αιτιατική την επιορκία τις επιορκίες
     κλητική επιορκία επιορκίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιορκία < αρχαία ελληνική (ἐπιορκία)

Ουσιαστικό

επιορκία θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.