επίγραμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίγραμμα τα επιγράμματα
      γενική του επιγράμματος των επιγραμμάτων
    αιτιατική το επίγραμμα τα επιγράμματα
     κλητική επίγραμμα επιγράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίγραμμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίγραμμα και λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épigramme[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.ɣɾa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίγραμμα

Ουσιαστικό

επίγραμμα ουδέτερο

  1. επιγραφή που περιέχει μια έμμετρη σύνθεση και τοποθετείται σε ένα μνημείο ή σε ένα έργο τέχνης
    στον τάφο των τριακοσίων Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες χαράχτηκε το επίγραμμα: "Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι"
  2. ποίημα λίγων στίχων που διακρίνεται από την απλότητα, τη συντομία και τη στοχαστική διάθεση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.