εξωνημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωνημένος η εξωνημένη το εξωνημένο
      γενική του εξωνημένου της εξωνημένης του εξωνημένου
    αιτιατική τον εξωνημένο την εξωνημένη το εξωνημένο
     κλητική εξωνημένε εξωνημένη εξωνημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωνημένοι οι εξωνημένες τα εξωνημένα
      γενική των εξωνημένων των εξωνημένων των εξωνημένων
    αιτιατική τους εξωνημένους τις εξωνημένες τα εξωνημένα
     κλητική εξωνημένοι εξωνημένες εξωνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξωνημένος < αρχαία ελληνική ἐξωνημένος (μετοχή παθητικού παρακειμένου ἐξωνοῦμαι)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kso.niˈme.nos/

Μετοχή

εξωνημένος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.