εξαγορασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαγορασμένος | η | εξαγορασμένη | το | εξαγορασμένο |
| γενική | του | εξαγορασμένου | της | εξαγορασμένης | του | εξαγορασμένου |
| αιτιατική | τον | εξαγορασμένο | την | εξαγορασμένη | το | εξαγορασμένο |
| κλητική | εξαγορασμένε | εξαγορασμένη | εξαγορασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαγορασμένοι | οι | εξαγορασμένες | τα | εξαγορασμένα |
| γενική | των | εξαγορασμένων | των | εξαγορασμένων | των | εξαγορασμένων |
| αιτιατική | τους | εξαγορασμένους | τις | εξαγορασμένες | τα | εξαγορασμένα |
| κλητική | εξαγορασμένοι | εξαγορασμένες | εξαγορασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξαγορασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαγοράζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.