εξουδετερωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξουδετερωμένος η εξουδετερωμένη το εξουδετερωμένο
      γενική του εξουδετερωμένου της εξουδετερωμένης του εξουδετερωμένου
    αιτιατική τον εξουδετερωμένο την εξουδετερωμένη το εξουδετερωμένο
     κλητική εξουδετερωμένε εξουδετερωμένη εξουδετερωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξουδετερωμένοι οι εξουδετερωμένες τα εξουδετερωμένα
      γενική των εξουδετερωμένων των εξουδετερωμένων των εξουδετερωμένων
    αιτιατική τους εξουδετερωμένους τις εξουδετερωμένες τα εξουδετερωμένα
     κλητική εξουδετερωμένοι εξουδετερωμένες εξουδετερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξουδετερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξουδετερώνω

Μετοχή

εξουδετερωμένος, -η, -ο

  1. που έχει εξουδετερωθεί
  2. (μεταφορικά) σκοτωμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.