εξουδετερώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξουδετερώνω < εξ- + ουδέτερ(ος) + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική neutraliser)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksu.ðe.teˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξου‐δε‐τε‐ρώ‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ου‐δε‐τε‐ρώ‐νω
Ρήμα
εξουδετερώνω, αόρ.: εξουδετέρωσα, παθ.φωνή: εξουδετερώνομαι, π.αόρ.: εξουδετερώθηκα, μτχ.π.π.: εξουδετερωμένος
Συγγενικά
- αλληλοεξουδετερώνονται
- εξουδετερωμένος
- εξουδετέρωση
- → και δείτε τις λέξεις εξ και ουδέτερος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξουδετερώνω | εξουδετέρωνα | θα εξουδετερώνω | να εξουδετερώνω | εξουδετερώνοντας | |
| β' ενικ. | εξουδετερώνεις | εξουδετέρωνες | θα εξουδετερώνεις | να εξουδετερώνεις | εξουδετέρωνε | |
| γ' ενικ. | εξουδετερώνει | εξουδετέρωνε | θα εξουδετερώνει | να εξουδετερώνει | ||
| α' πληθ. | εξουδετερώνουμε | εξουδετερώναμε | θα εξουδετερώνουμε | να εξουδετερώνουμε | ||
| β' πληθ. | εξουδετερώνετε | εξουδετερώνατε | θα εξουδετερώνετε | να εξουδετερώνετε | εξουδετερώνετε | |
| γ' πληθ. | εξουδετερώνουν(ε) | εξουδετέρωναν εξουδετερώναν(ε) |
θα εξουδετερώνουν(ε) | να εξουδετερώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξουδετέρωσα | θα εξουδετερώσω | να εξουδετερώσω | εξουδετερώσει | ||
| β' ενικ. | εξουδετέρωσες | θα εξουδετερώσεις | να εξουδετερώσεις | εξουδετέρωσε | ||
| γ' ενικ. | εξουδετέρωσε | θα εξουδετερώσει | να εξουδετερώσει | |||
| α' πληθ. | εξουδετερώσαμε | θα εξουδετερώσουμε | να εξουδετερώσουμε | |||
| β' πληθ. | εξουδετερώσατε | θα εξουδετερώσετε | να εξουδετερώσετε | εξουδετερώστε | ||
| γ' πληθ. | εξουδετέρωσαν εξουδετερώσαν(ε) |
θα εξουδετερώσουν(ε) | να εξουδετερώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξουδετερώσει | είχα εξουδετερώσει | θα έχω εξουδετερώσει | να έχω εξουδετερώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξουδετερώσει | είχες εξουδετερώσει | θα έχεις εξουδετερώσει | να έχεις εξουδετερώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξουδετερώσει | είχε εξουδετερώσει | θα έχει εξουδετερώσει | να έχει εξουδετερώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξουδετερώσει | είχαμε εξουδετερώσει | θα έχουμε εξουδετερώσει | να έχουμε εξουδετερώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξουδετερώσει | είχατε εξουδετερώσει | θα έχετε εξουδετερώσει | να έχετε εξουδετερώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξουδετερώσει | είχαν εξουδετερώσει | θα έχουν εξουδετερώσει | να έχουν εξουδετερώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξουδετερώνομαι | εξουδετερωνόμουν(α) | θα εξουδετερώνομαι | να εξουδετερώνομαι | ||
| β' ενικ. | εξουδετερώνεσαι | εξουδετερωνόσουν(α) | θα εξουδετερώνεσαι | να εξουδετερώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | εξουδετερώνεται | εξουδετερωνόταν(ε) | θα εξουδετερώνεται | να εξουδετερώνεται | ||
| α' πληθ. | εξουδετερωνόμαστε | εξουδετερωνόμαστε εξουδετερωνόμασταν |
θα εξουδετερωνόμαστε | να εξουδετερωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξουδετερώνεστε | εξουδετερωνόσαστε εξουδετερωνόσασταν |
θα εξουδετερώνεστε | να εξουδετερώνεστε | (εξουδετερώνεστε) | |
| γ' πληθ. | εξουδετερώνονται | εξουδετερώνονταν εξουδετερωνόντουσαν |
θα εξουδετερώνονται | να εξουδετερώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξουδετερώθηκα | θα εξουδετερωθώ | να εξουδετερωθώ | εξουδετερωθεί | ||
| β' ενικ. | εξουδετερώθηκες | θα εξουδετερωθείς | να εξουδετερωθείς | εξουδετερώσου | ||
| γ' ενικ. | εξουδετερώθηκε | θα εξουδετερωθεί | να εξουδετερωθεί | |||
| α' πληθ. | εξουδετερωθήκαμε | θα εξουδετερωθούμε | να εξουδετερωθούμε | |||
| β' πληθ. | εξουδετερωθήκατε | θα εξουδετερωθείτε | να εξουδετερωθείτε | εξουδετερωθείτε | ||
| γ' πληθ. | εξουδετερώθηκαν εξουδετερωθήκαν(ε) |
θα εξουδετερωθούν(ε) | να εξουδετερωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξουδετερωθεί | είχα εξουδετερωθεί | θα έχω εξουδετερωθεί | να έχω εξουδετερωθεί | εξουδετερωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξουδετερωθεί | είχες εξουδετερωθεί | θα έχεις εξουδετερωθεί | να έχεις εξουδετερωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξουδετερωθεί | είχε εξουδετερωθεί | θα έχει εξουδετερωθεί | να έχει εξουδετερωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξουδετερωθεί | είχαμε εξουδετερωθεί | θα έχουμε εξουδετερωθεί | να έχουμε εξουδετερωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξουδετερωθεί | είχατε εξουδετερωθεί | θα έχετε εξουδετερωθεί | να έχετε εξουδετερωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξουδετερωθεί | είχαν εξουδετερωθεί | θα έχουν εξουδετερωθεί | να έχουν εξουδετερωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξουδετερωμένος - είμαστε, είστε, είναι εξουδετερωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξουδετερωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξουδετερωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξουδετερωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξουδετερωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξουδετερωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξουδετερωμένοι | |||||
Μεταφράσεις
εξουδετερώνω
|
Αναφορές
- εξουδετερώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.