εξομολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξομολογημένος | η | εξομολογημένη | το | εξομολογημένο |
| γενική | του | εξομολογημένου | της | εξομολογημένης | του | εξομολογημένου |
| αιτιατική | τον | εξομολογημένο | την | εξομολογημένη | το | εξομολογημένο |
| κλητική | εξομολογημένε | εξομολογημένη | εξομολογημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξομολογημένοι | οι | εξομολογημένες | τα | εξομολογημένα |
| γενική | των | εξομολογημένων | των | εξομολογημένων | των | εξομολογημένων |
| αιτιατική | τους | εξομολογημένους | τις | εξομολογημένες | τα | εξομολογημένα |
| κλητική | εξομολογημένοι | εξομολογημένες | εξομολογημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- εξομολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξομολογώ, εξομολογούμαι και εξομολογιέμαι
Μετοχή
εξομολογημένος, -η, -ο
- για έγκλημα ή αμαρτία που το έχω εξομολογηθεί
- αμαρτία εξομολογημένη αμαρτία δεν είναι
- για άνθρωπο που έχει εξομοληγηθεί, που έχει συμμετάσχει στο μυστήριο της εξομολόγησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.