εξομολογημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξομολογημένος η εξομολογημένη το εξομολογημένο
      γενική του εξομολογημένου της εξομολογημένης του εξομολογημένου
    αιτιατική τον εξομολογημένο την εξομολογημένη το εξομολογημένο
     κλητική εξομολογημένε εξομολογημένη εξομολογημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξομολογημένοι οι εξομολογημένες τα εξομολογημένα
      γενική των εξομολογημένων των εξομολογημένων των εξομολογημένων
    αιτιατική τους εξομολογημένους τις εξομολογημένες τα εξομολογημένα
     κλητική εξομολογημένοι εξομολογημένες εξομολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία

εξομολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξομολογώ, εξομολογούμαι και εξομολογιέμαι

Μετοχή

εξομολογημένος, -η, -ο

  1. για έγκλημα ή αμαρτία που το έχω εξομολογηθεί
    αμαρτία εξομολογημένη αμαρτία δεν είναι
  2. για άνθρωπο που έχει εξομοληγηθεί, που έχει συμμετάσχει στο μυστήριο της εξομολόγησης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.