εξομολογιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξομολογιέμαι | εξομολογιόμουν(α) | θα εξομολογιέμαι | να εξομολογιέμαι | ||
| β' ενικ. | εξομολογιέσαι | εξομολογιόσουν(α) | θα εξομολογιέσαι | να εξομολογιέσαι | ||
| γ' ενικ. | εξομολογιέται | εξομολογιόταν(ε) | θα εξομολογιέται | να εξομολογιέται | ||
| α' πληθ. | εξομολογιόμαστε | εξομολογιόμαστε εξομολογιόμασταν |
θα εξομολογιόμαστε | να εξομολογιόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξομολογιέστε | εξομολογιόσαστε εξομολογιόσασταν |
θα εξομολογιέστε | να εξομολογιέστε | εξομολογιέστε | |
| γ' πληθ. | εξομολογιούνται | εξομολογιόνταν(ε) εξομολογιούνταν εξομολογιόντουσαν |
θα εξομολογιούνται | να εξομολογιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξομολογήθηκα | θα εξομολογηθώ | να εξομολογηθώ | εξομολογηθεί | ||
| β' ενικ. | εξομολογήθηκες | θα εξομολογηθείς | να εξομολογηθείς | εξομολογήσου | ||
| γ' ενικ. | εξομολογήθηκε | θα εξομολογηθεί | να εξομολογηθεί | |||
| α' πληθ. | εξομολογηθήκαμε | θα εξομολογηθούμε | να εξομολογηθούμε | |||
| β' πληθ. | εξομολογηθήκατε | θα εξομολογηθείτε | να εξομολογηθείτε | εξομολογηθείτε | ||
| γ' πληθ. | εξομολογήθηκαν εξομολογηθήκαν(ε) |
θα εξομολογηθούν(ε) | να εξομολογηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξομολογηθεί | είχα εξομολογηθεί | θα έχω εξομολογηθεί | να έχω εξομολογηθεί | εξομολογημένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξομολογηθεί | είχες εξομολογηθεί | θα έχεις εξομολογηθεί | να έχεις εξομολογηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξομολογηθεί | είχε εξομολογηθεί | θα έχει εξομολογηθεί | να έχει εξομολογηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξομολογηθεί | είχαμε εξομολογηθεί | θα έχουμε εξομολογηθεί | να έχουμε εξομολογηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξομολογηθεί | είχατε εξομολογηθεί | θα έχετε εξομολογηθεί | να έχετε εξομολογηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξομολογηθεί | είχαν εξομολογηθεί | θα έχουν εξομολογηθεί | να έχουν εξομολογηθεί | ||
Μεταφράσεις
εξομολογιέμαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.