εξομολογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξομολογούμαι < αρχαία ελληνική ἐξομολογοῦμαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kso.mo.loˈɣu.me/
Ρήμα
εξομολογούμαι, πρτ.: εξομολογούμουν, στ.μέλλ.: θα εξομολογηθώ, αόρ.: εξομολογήθηκα, μτχ.π.π.: εξομολογημένος, μετοχή ενεστώτα εξομολογούμενος
- (μεταβατικό) κάνω μια εξομολόγηση, ομολογώ σε έναν ιερέα τις αμαρτίες μου
- εξομολογήθηκε (τις αμαρτίες του) αλλά δεν μετάνιωσε πραγματικά
- (μεταβατικό) κάνω μια εξομολόγηση, ομολογώ προσωπικά σε κάποιον κάτι που ήταν κρυφό
- της εξομολογήθηκε τον έρωτα του γι' αυτήν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.