εξαγωγέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εξαγωγέας | οι | εξαγωγείς |
| γενική | του του/της |
εξαγωγέα εξαγωγέως |
των | εξαγωγέων |
| αιτιατική | τον/την | εξαγωγέα | τους/τις | εξαγωγείς |
| κλητική | εξαγωγέα | εξαγωγείς | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξαγωγέας < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
εξαγωγέας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.