εξαγωγέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εξαγωγέας οι εξαγωγείς
      γενική του
του/της
εξαγωγέα
εξαγωγέως
των εξαγωγέων
    αιτιατική τον/την εξαγωγέα τους/τις εξαγωγείς
     κλητική εξαγωγέα εξαγωγείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαγωγέας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εξαγωγέας αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) που ασχολείται με την εξαγωγή εμπορευμάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.