ἐξαγωγή
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
ἐξαγωγή < ἐξάγω
Ουσιαστικό
ἐξαγωγή θηλυκό
- προέλαση στρατιωτών
- εφέλκυση, τράβηγμα πλοίου έξω από τη θάλασσα
- μεταφορά εμπορευμάτων προς τα έξω, εξαγωγή εμπορευμάτων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.