αναστεναγμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναστεναγμός | οι | αναστεναγμοί |
| γενική | του | αναστεναγμού | των | αναστεναγμών |
| αιτιατική | τον | αναστεναγμό | τους | αναστεναγμούς |
| κλητική | αναστεναγμέ | αναστεναγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναστεναγμός < αρχαία ελληνική ἀναστεναγμός
Ουσιαστικό
αναστεναγμός αρσενικό
- ο στεναγμός, το βογκητό, η παρατεταμένη και σχετικά ηχηρή εκπνοή που βγάζει κάποιος όταν είναι στενοχωρημένος ή όταν ερωτοτροπεί ή όταν αισθάνεται ανακούφιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.