ενδεχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδεχόμενος | η | ενδεχόμενη | το | ενδεχόμενο |
| γενική | του | ενδεχόμενου | της | ενδεχόμενης | του | ενδεχόμενου |
| αιτιατική | τον | ενδεχόμενο | την | ενδεχόμενη | το | ενδεχόμενο |
| κλητική | ενδεχόμενε | ενδεχόμενη | ενδεχόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδεχόμενοι | οι | ενδεχόμενες | τα | ενδεχόμενα |
| γενική | των | ενδεχόμενων | των | ενδεχόμενων | των | ενδεχόμενων |
| αιτιατική | τους | ενδεχόμενους | τις | ενδεχόμενες | τα | ενδεχόμενα |
| κλητική | ενδεχόμενοι | ενδεχόμενες | ενδεχόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενδεχόμενος < αρχαία ελληνική ἐνδεχόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ἐνδέχομαι
Συγγενικά
- ενδεχομένως
- → δείτε τη λέξη δέχομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.