ενδεχόμενο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενδεχόμενο τα ενδεχόμενα
      γενική του ενδεχόμενου
& ενδεχομένου
των ενδεχόμενων
& ενδεχομένων
    αιτιατική το ενδεχόμενο τα ενδεχόμενα
     κλητική ενδεχόμενο ενδεχόμενα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδεχόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα ενδεχόμενος του απρόσωπου ρήματος ενδέχεται

Ουσιαστικό

ενδεχόμενο ουδέτερο

  1. ένα γεγονός που ενδέχεται να συμβεί στο μέλλον, κάτι το πιθανό, όχι βέβαιο
  2. (μαθηματικά) υποσύνολο ενός δειγματικού χώρου. Αντιστοιχεί σε ένα γεγονός ή ένα σύμπλεγμα γεγονότων τα οποία, μπορεί να συμβούν, ή να μη συμβούν.

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ενδέχεται, εν και δέχομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.