εμπρεσιονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμπρεσιονιστικός | η | εμπρεσιονιστική | το | εμπρεσιονιστικό |
| γενική | του | εμπρεσιονιστικού | της | εμπρεσιονιστικής | του | εμπρεσιονιστικού |
| αιτιατική | τον | εμπρεσιονιστικό | την | εμπρεσιονιστική | το | εμπρεσιονιστικό |
| κλητική | εμπρεσιονιστικέ | εμπρεσιονιστική | εμπρεσιονιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμπρεσιονιστικοί | οι | εμπρεσιονιστικές | τα | εμπρεσιονιστικά |
| γενική | των | εμπρεσιονιστικών | των | εμπρεσιονιστικών | των | εμπρεσιονιστικών |
| αιτιατική | τους | εμπρεσιονιστικούς | τις | εμπρεσιονιστικές | τα | εμπρεσιονιστικά |
| κλητική | εμπρεσιονιστικοί | εμπρεσιονιστικές | εμπρεσιονιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εμπρεσιονιστικός < εμπρεσιονιστής + -ικός < γαλλική impressionniste + -ιστής < impression < λατινική impressio < impressus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος imprimo < premo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (χτυπώ)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ιμπρεσιονισμός
Μεταφράσεις
εμπρεσιονιστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.