ιμπρεσιονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιμπρεσιονιστικός | η | ιμπρεσιονιστική | το | ιμπρεσιονιστικό |
| γενική | του | ιμπρεσιονιστικού | της | ιμπρεσιονιστικής | του | ιμπρεσιονιστικού |
| αιτιατική | τον | ιμπρεσιονιστικό | την | ιμπρεσιονιστική | το | ιμπρεσιονιστικό |
| κλητική | ιμπρεσιονιστικέ | ιμπρεσιονιστική | ιμπρεσιονιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιμπρεσιονιστικοί | οι | ιμπρεσιονιστικές | τα | ιμπρεσιονιστικά |
| γενική | των | ιμπρεσιονιστικών | των | ιμπρεσιονιστικών | των | ιμπρεσιονιστικών |
| αιτιατική | τους | ιμπρεσιονιστικούς | τις | ιμπρεσιονιστικές | τα | ιμπρεσιονιστικά |
| κλητική | ιμπρεσιονιστικοί | ιμπρεσιονιστικές | ιμπρεσιονιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιμπρεσιονιστικός < ιμπρεσιονιστ(ής) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /im.pɾe.si̯o.ni.stiˈkos/ & /im.bɾe.si.o.ni.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐μπρε‐σι‐ο‐νι‐στι‐κός
Επίθετο
ιμπρεσιονιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον ιμπρεσιονισμό ή τον ιμπρεσιονιστή ή αναφέρεται σ' αυτούς
- που έχει υποκειμενικό χαρακτήρα
Συγγενικά
- ιμπρεσιονιστικά
- → δείτε τη λέξη ιμπρεσιονισμός
Μεταφράσεις
ιμπρεσιονιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.